διακλαδίζομαι — διακλαδίζομαι, διακλαδίστηκα, διακλαδισμένος βλ. πίν. 34 και πρβλ. διακλαδώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακλαδίζομαι — και δώνομαι 1. (για δένδρα) χωρίζομαι σε κλαδιά 2. (για ποταμούς, οροσειρές, δρόμους, σιδ. γραμμές, αγωγούς κ.λπ.) χωρίζομαι προς διάφορες διευθύνσεις … Dictionary of Greek
διελαύνω — (AM διελαύνω) [ελαύνω] 1. οδηγώ, σέρνω κάποιον μέσα από κάτι ή κάπου, περνώ απέναντι 2. διαπερνώ, διατρυπώ πέρα ώς πέρα 3. (αμτβ.) διέρχομαι έφιππος αρχ. 1. διατρυπώ με λόγχη 2. (για ιππικό) α) διέρχομαι σε παράταξη, παρελαύνω β) εφορμώ, κάνω… … Dictionary of Greek
ενδιασπείρω — (AM ἐνδιασπείρω) διασπείρω ανάμεσα αρχ. ( ομαι) 1. (για νεύρα) διακλαδίζομαι 2. εμποτίζομαι, μουσκεύομαι … Dictionary of Greek
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
κατασχίζω — και κατασκίζω (AM κατασχίζω, Μ και κατασκίζω) σχίζω κάτι εντελώς, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω, καταξεσκίζω μσν. μέσ. κατασχίζομαι κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγω κάτι διά τής βίας, κατακόβω, σπάζω 2. (και… … Dictionary of Greek
συναποφύω — Α 1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι 2. (το μέσ.) συναποφύομαι συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα τής χονδροειδοῡς μήνιγγος», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποφύω «φυτρώνω»] … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
διακλαδώνομαι — διακλαδώνομαι, διακλαδώθηκα, διακλαδωμένος βλ. πίν. 4 και πρβλ. διακλαδίζομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής